περιτοίχιση

περιτοίχιση
η, Ν
η περίφραξη με τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιτοιχίζω. Η λ., στον λόγιο τ. περιτοίχισις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιτοίχιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του περιτοιχίζω, το περιτοίχισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιτοίχισμα — το, Ν [περιτοιχίζω] 1. ο τοίχος που περικλείει έναν χώρο 2. η περιτοίχιση 3. περιτοιχισμένος χώρος …   Dictionary of Greek

  • περιτοιχισμός — ο, Ν [περιτοιχίζω] η περιτοίχιση …   Dictionary of Greek

  • τοίχιση — η, Ν [τοιχίζω] περίφραξη με τοίχο, περιτοίχιση …   Dictionary of Greek

  • τοιχογύρισμα — το, Ν [τοιχογυρίζω] περιτοίχιση …   Dictionary of Greek

  • περιτοίχισμα — το, ατος ο περίβολος, ο τοίχος γύρω γύρω, η περιτοίχιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”